βλέμμα — look neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέμμα — το (AM βλέμμα) [βλέπω] ματιά, κοίταγμα νεοελλ. η έκφραση των ματιών όταν είναι προσηλωμένα κάπου («άγριο, γλυκό, λυπημένο κ.λπ. βλέμμα») αρχ. το μάτι … Dictionary of Greek
βλέμμα — το 1. η στροφή των ματιών σε κάποιο αντικείμενο, η ματιά, το κοίταγμα: Κάρφωσε το βλέμμα του στην απέναντι πόρτα. 2. η έκφραση των ματιών: Έριξε στο συνομιλητή του ένα βλέμμα γεμάτο αμφιβολία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Το βλέμμα του Οδυσσέα — Filmdaten Deutscher Titel: Der Blick des Odysseus Originaltitel: To Vlemma tou Odyssea Το βλέμμα του Οδυσσέα Produktionsland: Deutschland, Großbritannien, Griechenland, Frankreich, Italien Erscheinungsjahr: 1995 … Deutsch Wikipedia
βλέμμ' — βλέμμα , βλέμμα look neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλεμμάτων — βλέμμα look neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέμμασι — βλέμμα look neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέμμασιν — βλέμμα look neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέμματα — βλέμμα look neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέμματι — βλέμμα look neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέμματος — βλέμμα look neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)