βλέμμα

βλέμμα
το взгляд, взор;

άγριο (γλυκύ) βλέμμα — суровый (ласковый) взгляд;

οξύ βλέμμα — острый взгляд;

επίμονο ( — или σταθερό, προσηλωμένο) βλέμμα — пристальный взгляд;

πλάγιο βλέμμα — косой взгляд;

ρίχνω ενα βλέμμα — бросить взгляд, взглянуть;

προσηλώνω το βλέμμα μου — вперить взор, пристально посмотреть;

ατενίζω ( — или καρφώνω) το βλέμμα — устремить взгляд;

αγκαλιάζω με το βλέμμα — окинуть взором


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βλέμμα" в других словарях:

  • βλέμμα — look neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέμμα — το (AM βλέμμα) [βλέπω] ματιά, κοίταγμα νεοελλ. η έκφραση των ματιών όταν είναι προσηλωμένα κάπου («άγριο, γλυκό, λυπημένο κ.λπ. βλέμμα») αρχ. το μάτι …   Dictionary of Greek

  • βλέμμα — το 1. η στροφή των ματιών σε κάποιο αντικείμενο, η ματιά, το κοίταγμα: Κάρφωσε το βλέμμα του στην απέναντι πόρτα. 2. η έκφραση των ματιών: Έριξε στο συνομιλητή του ένα βλέμμα γεμάτο αμφιβολία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Το βλέμμα του Οδυσσέα — Filmdaten Deutscher Titel: Der Blick des Odysseus Originaltitel: To Vlemma tou Odyssea Το βλέμμα του Οδυσσέα Produktionsland: Deutschland, Großbritannien, Griechenland, Frankreich, Italien Erscheinungsjahr: 1995 …   Deutsch Wikipedia

  • βλέμμ' — βλέμμα , βλέμμα look neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλεμμάτων — βλέμμα look neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέμμασι — βλέμμα look neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέμμασιν — βλέμμα look neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέμματα — βλέμμα look neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέμματι — βλέμμα look neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέμματος — βλέμμα look neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»